αλιγόστευτος

αλιγόστευτος
η , ο неисчерпаемый, неиссякаемый, неистощимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλιγόστευτος" в других словарях:

  • αλιγόστευτος — η, ο [λιγοστεύω] αυτός που δεν λιγόστεψε ή δεν μπορεί να λιγοστέψει, ο αμείωτος, ο ανεξάντλητος …   Dictionary of Greek

  • αλιγόστευτος — η, ο αυτός που δε λιγόστεψε ή δεν μπορεί να λιγοστέψει: Με όλα τα ποτίσματα το νερό του πηγαδιού ήταν αλιγόστευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»